- αρακάς
- ο [άρακος] βοτ.1. το φυτό πίσον το ήμερον και ο καρπός του, μπιζέλι, αράκι2. το φυτό λάθυρος ο ήμερος, λαθούρι, φάβα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αρακάς — ο παραλλαγή του φυτού μπιζελιού και του καρπού του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άρακος — ἄρακος, ο (Α) είδος οσπρίου, αρακάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας. Η σύνδεση με το λατ. arinca «είδος σιταριού» δεν θεωρείται πιθανή. Ο τ. μάλλον ανήκει στη σειρά των μικρασιατικής προέλευσης λέξεων της Ελληνικής που αναφέρονται στα όσπρια] … Dictionary of Greek
μπιζέλι — Ποώδες φυτό, ετήσιο, της οικογένειας των λεγκουμινιδών ή χεδρωπών (δικοτυλήδονα), που, κατάγεται από την Ασία. Η επιστημονική ονομασία του είναι πίσο το εδώδιμο. Η καλλιέργειά του συνεχίζεται από την αρχαιότητα και είναι πολύ διαδεδομένη. Το μ.… … Dictionary of Greek
οίκυλα — οἴκυλα, τὰ (Α) είδος δημητριακού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., πιθ. συνδέεται με λατ. vicia «είδος κυάμου, αρακάς»] … Dictionary of Greek
χερσάρακος — ἡ, Α (ενν. γῆ) φτωχό, όχι εύφορο χωράφι, στο οποίο μόνο μπιζέλια μπορούν να καλλιεργηθούν. [ΕΤΥΜΟΛ. < χέρσος + ἄρακος «είδος οσπρίου, αρακάς»] … Dictionary of Greek
χορτάρακος — ἡ, Α 1. μίγμα από αρακά και χόρτα, το οποίο χρησίμευε ως ζωοτροφή 2. (ενν. γῆ) καλλιεργημένη γη που παράγει χόρτα και αρακά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + ἄρακος «είδος οσπρίου, αρακάς»] … Dictionary of Greek
όσπριο — το (ΑΜ ὄσπριον, Α, δ. γρφ., ὄσπρεον) γενική κοινή ονομασία τών ξηρών εδώδιμων καρπών πολλών φυτών τής τάξης χεδρωπά, με μεγάλη θρεπτική αξία, όπως είναι η φακή, τα φασόλια, τα μπιζέλια ο αρακάς, τα ρεβίθια κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τόσο η… … Dictionary of Greek
АРАКОС ПАНАГИИ ЦЕРКОВЬ — Церковь Панагии Аракос. До 1192 г. Церковь Панагии Аракос. До 1192 г. [Греч. Παναγίας τοῦ ̀ρδβλθυοτεΑρακος], в сев. вост. части гор Троодос, близ дер. Лагудера (Кипр); ранее (до 1192?) соборный храм (кафоликон) муж. мон ря, в наст. время… … Православная энциклопедия